- σουπάρω
- αμετ. поздно ужинать (после полуночи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουπάρω — και σουπέρνω τρώω το σουπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουπάρω — και σουπέρνω Ν παραθέτω ή παίρνω σουπέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπέ κατά τα ρ. σε άρω / (ε)ρνω (πρβλ. σινιέ: σινι άρω)] … Dictionary of Greek
σουπάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουπάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
σουπέρνω — Ν βλ. σουπάρω … Dictionary of Greek